μεταξοϋφαντουργός

μεταξοϋφαντουργός
ο , η
1) рабо|чий, -тница шёлкоткацкой фабрики; 2) хозяин шёлкоткацкой фабрики

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μεταξοϋφαντουργός" в других словарях:

  • μεταξοϋφαντουργός — ο τεχνίτης ή βιομήχανος κατασκευής υφασμάτων από μετάξι …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… …   Dictionary of Greek

  • μεταξοϋφαντουργία — η η τέχνη ή η βιομηχανία κατασκευής υφασμάτων από μετάξι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταξοϋφαντουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»